- λιμνοχαρής
- -ές (Α λιμνοχαρής, -ές)αυτός που αγαπά τις λίμνες, που αρέσκεται να ζει μέσα ή κοντά σε λίμνεςαρχ.το αρσ. ως ουσ. ο λιμνοχαρής ή λιμνοχαρίςόνομα βατράχου στη Βατραχομυομαχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. αιμο-χαρής, πολεμοχαρής].
Dictionary of Greek. 2013.